Η θεραπεία του δαιμονισμένου στα Γάδαρα (Κυριακή Στ΄ Λουκά)

«Γι’ αυτό ας μην διαβάσουμε αυτή τη ιστορία σαν να είναι μακριά από μας σαν να μην έχει καμία σχέση με μας. Μας αφορά άμεσα. Ας κοιτάξουμε μέσα μας. Τί υπάρχει, που μας σκοτεινιάζει το νου, συσκοτίζει την καρδιά μας, οδηγεί τη θέλησή μας στο κακό, κάνει τα λόγια μας κενά, κακά, τρομερά και νεκρά, και τις πράξεις μας καταστροφικές? Ας πλησιάσουμε προς τον Χριστό, όπως δαιμονισμένος, στην εξομολόγηση, στη μετάληψη, στο ευχέλαιο και στις προσευχές μας». (απόσπασμα από μια ομιλία του Μητροπολίτη Αντώνιο Σούροζ ‘’Μπλουμ’’ για τη θεραπεία του δαιμονισμένου στα Γάδαρα).
Ιστορίες που μιλούν για το δαιμονισμό, για τον οποίον διαβάσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 8, 27-39), μας φαίνονται συχνά μακριά από τη δική μας καθημερινότητα, από τη δική μας πραγματικότητα. Ουσιαστικά, όμως, θα μπορούσαν να είναι πολύ κοντά μας, και, ακούγοντάς τες, θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε τόσο πολλή πίστη και ελπίδα.
Ο άνθρωπος, για τον οποίον μιλάει το σημερινό Ευαγγέλιο, ήταν δαιμονισμένος. Ο νους του, η καρδιά του και το σώμα του ήταν πιασμένα από μια καταστρεπτική δύναμη. Τίποτα, ούτε οι προσπάθειες των ανθρώπων, ούτε καμιά πανουργία δεν κατάφεραν να τον τιθασέψουν. Έσπασε όλες τις αλυσίδες, απαλλάχτηκε από όλους τους περιορισμούς, τους οποίους οι άνθρωποι προσπαθούσαν να του επιβάλλουν. Έφυγε στην έρημο, μακριά από όλους, στην έρημο, όπου δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο, όπου καίει ο ήλιος και καψαλίζει η δίψα και ζούσε στα μνήματα, όπου δεν απομένει τίποτα από έναν άνθρωπο παρά τα νεκρά κόκκαλα και οι μνήμες του θανάτου.
Άραγε δεν είμαστε κι εμείς δαιμονισμένοι, αλυσοδεμένοι και φυλακισμένοι; Άραγε δεν κρατάνε και οδηγούν σκοτεινές σκέψεις και κινήσεις την ψυχή και το σώμα μας; Άραγε κάποιος από μας μπορεί να πει ότι ποτέ δεν τον πιάνουν οργή και μανία, ότι δεν γίνεται ποτέ κακόβουλος ή εχθρικός σε άλλους, ότι ποτέ δεν μπαίνει μέσα στην καρδιά, στο νου, στο σώμα του ούτε σκοτεινιά, ούτε μοχθηρία, ούτε κακία; Και με πόσο κόπο προσπαθούν καμιά φορά οι άλλοι γύρω μας να μας σωφρονίσουν, να μας καταπραΰνουν, να μας ηρεμήσουν και κάποτε μάλιστα να μας παρηγορήσουν από αυτό, που μας είχε πιάσει; Σπάζουμε, όμως, όλες τις αλυσίδες, φεύγουμε μακριά, αποστρεφόμαστε από τους δικούς μας και πιο κοντινούς μας ανθρώπους και απομακρυνόμαστε σιγά- σιγά σε μια τέτοια άβυσσο, όπου δεν απομένει τίποτα για τον άνθρωπο παρά θάνατος και καταστροφή.
Και, λοιπόν, στο σημερινό Ευαγγέλιο βλέπουμε πώς ήρθε ο Χριστός, πώς ο δαιμονισμένος άνθρωπος, με τον οποίον καμιά φορά τόσο μοιάζουμε, στάθηκε μπροστά Του, πρόσωπο με πρόσωπο, και Τον ρώτησε: Τι δουλειά έχεις με εμένα, Ιησού; Τι κοινό υπάρχει μεταξύ μας; Γιατί ήρθες; Για να με βασανίσεις; Και ο Χριστός διέταξε να βγει το κακό και καταστρεπτικό πνεύμα από τον άνθρωπο. Και ο νους του ανθρώπου φωτίστηκε, η καρδιά του ηρέμησε, και ο ίδιος έγινε πάλι άνθρωπος και άρχισε, στα πόδια του Χριστού, να Τον ακούει, να ακούει το λόγο της ζωής. Όλοι εμείς μπορούμε να πλησιάσουμε έτσι προς το Χριστό, έστω στις προσευχές μας, έστω μέσω των μυστηρίων, εκείνων των ισχυρών, αήττητων ενεργειών του Θεού για να γίνουμε ελεύθεροι, ελεύθεροι από όλες τις καταστροφικές δυνάμεις μέσα μας αν μόνο διαμένουμε μαζί με το Χριστό για να γίνουμε εντελώς υγιές και δεν επιστρέφουμε ξανά σε ό,τι μας δηλητηριάζει και μας καταστρέφει, αλλά κηρύττουμε στον κόσμο τί μας έχει προσφέρει ο Χριστός.
Γι’ αυτό ας μην διαβάσουμε αυτή τη ιστορία σαν να είναι μακριά από μας σαν να μην έχει καμία σχέση με μας. Μας αφορά άμεσα. Ας κοιτάξουμε μέσα μας. Τί υπάρχει, που μας σκοτεινιάζει το νου, συσκοτίζει την καρδιά μας, οδηγεί τη θέλησή μας στο κακό, κάνει τα λόγια μας κενά, κακά, τρομερά και νεκρά, και τις πράξεις μας καταστροφικές; Ας πλησιάσουμε προς τον Χριστό, όπως δαιμονισμένος, στην εξομολόγηση, στη μετάληψη, στο ευχέλαιο και στις προσευχές μας. Μα, ας ζητήσουμε και από τους δικούς μας και τους φίλους μας να μας θυμηθούν στις δικές τους προσευχές. Και θα θεραπευθούμε. Αμήν!

Anthony (Bloom), Metropolitan of Sourozh