Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης

«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1, 2)

 

Τι είναι η παρούσα ζωή; Την απάντηση μας τη δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μέσα από τα πολύτιμα συγγράμματά του. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τη φωνή του και ας πάρουμε σωστικές πρωτοβουλίες για τον εαυτό μας:

«Πάντοτε βέβαια, ιδιαίτερα όμως τώρα είναι ευκαιρία να πούμε∙ ‘’ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης’’. Πού είναι τώρα η λαμπρή στολή της υπατείας; Πού είναι οι φωτεινές λαμπάδες; Πού οι θόρυβοι, και οι χοροί, και οι διασκεδάσεις, και τα πανηγύρια; Πού είναι τα στεφάνια και τα παραπετάσματα; Πού είναι ο θόρυβος της πόλης και οι επευφημίες στα ιπποδρόμια και οι κολακείες των θεατών; Όλα αυτά έφυγαν. Φύσηξε ξαφνικά άνεμος και έριξε κάτω τα φύλλα και μας έδειξε το δένδρο γυμνό και να κλονίζεται πια από τη ρίζα του. Γιατί τέτοια ήταν η ορμή του ανέμου, ώστε να απειλεί να ξεριζώσει σύριζα το δένδρο και να τραντάξει και αυτά τα νεύρα του. Πού είναι τώρα οι ψεύτικοι φίλοι; Πού είναι τα συμπόσια και τα δείπνα;  Πού είναι το πλήθος των παρασίτων, και το ανόθευτο κρασί που χυνόταν όλη την ημέρα, και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που έκαναν και έλεγαν όλα για να είναι ευχάριστοι; Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και όταν ήρθε η ημέρα εξαφανίσθηκαν. Άνθη ήταν ανοιξιάτικα, και όταν πέρασε η άνοιξη όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και έφυγε γρήγορα, καπνός ήταν και διαλύθηκε, αερόφουσκες ήταν και έσκασαν, αράχνη ήταν και έσπασε. Γι’ αυτό αυτά τα πνευματικά λόγια επαναλαμβάνουμε συνέχεια λέγοντας, ‘’ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης’’. Πρέπει δηλαδή αυτά τα λόγια να είναι γραμμένα συνέχεια και στους τείχους και στα ρούχα και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και στις πόρτες και στις εισόδους και κυρίως στη συνείδηση του καθενός και πάντοτε να τα μελετούμε. Επειδή η απάτη των πραγμάτων, και τα προσωπεία και η υποκρισία, θεωρούνται από τους πολλούς πως είναι αλήθεια, αυτό το ρητό κάθε ημέρα, και στο δείπνο, και στο γεύμα, και στις συνάξεις έπρεπε ο καθένας να το λέει στον πλησίον του και από αυτόν να ακούει, ‘’ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης’’. Δεν σου έλεγα συνέχεια ότι ο πλούτος είναι δραπέτης; Εσύ όμως δε μας ανεχόσουν. Δεν έλεγα ότι είναι αχάριστος υπηρέτης; Εσύ όμως δεν ήθελες να πεισθείς. Να, από τα πράγματα δείχθηκε έμπρακτα πως δεν είναι μόνο δραπέτης, ούτε αχάριστος, αλλά και ανθρωποκτόνος, γιατί αυτός σε έκαμε τώρα να τρέμεις και να φοβάσαι. Δεν σου έλεγα, όταν συνέχεια με επιτιμούσες που έλεγα την αλήθεια, ότι εγώ σ’ αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε ελέγχω, φροντίζω για σένα πιο πολύ απ’ αυτούς που σου κάνουν τα χατίρια;».