Υπάρχει «μισοσαραντισμός»;

Υπάρχει «μισοσαραντισμός»;

Ἡ πα­ρα­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὑ­πα­γο­ρεύ­ει στὴν κά­θε μη­τέ­ρα ποὺ γεν­νά­ει τέ­κνο, κα­τὰ τὴν τεσ­σα­ρα­κο­στὴ ἡ­μέ­ρα ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή του, νὰ προ­σέρ­χε­ται στὸ να­ό, γι­ὰ νὰ σα­ραν­τί­σει, ἢ γι­ὰ νὰ ἐκ­κλη­σι­ά­σει τὸ παι­δί της. Αὐ­τὴ ἡ συ­νή­θει­α τοῦ σα­ραν­τι­σμοῦ εἶ­ναι πο­λὺ πα­λαι­ά, ἤ­δη ἀ­πὸ τὰ χρό­νι­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Ἡ ἴ­δι­α ἡ Πα­να­γί­α μας, ὅ­ταν ἔ­τε­κε τὸν Κύρι­ό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ κα­τὰ τὴν τεσ­σα­ρα­κο­στὴ ἥ­με­ρα ἀ­πὸ τῆς Γεννήσεώς Του, Τὸν ἔ­φε­ρε στὸ Νο­μι­κὸ Να­ὸ καὶ Τὸν πα­ρέ­δω­σε στὰ χέ­ρι­α τοῦ Δι­καίου Συ­με­ών. Αὐ­τὴ τὴν ἱ­ε­ρὰ πα­ρα­δο­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­μεῖς ὅ­λοι οἱ χριστι­α­νοὶ πα­ρα­λά­βα­με ὡς πα­ρα­κα­τα­θή­κη ἀ­πὸ τὴν ἰ­δί­α τὴ Θε­ο­τό­κο Μα­ρί­α καὶ τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Πα­ρά­δο­ση, δι­α­τη­ρεῖ ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μέ­χρι σήμε­ρα.

Ὁ χρό­νος τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῆς λε­χῶ­νας μέ­σα στὸ σπί­τι εἶ­ναι σαράντα ἡμέ­ρες. Τὴν τεσ­σα­ρα­κο­στὴ ἐ­ξέρ­χε­ται μὲ τὸν σύ­ζυ­γό της καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους της καὶ ἔρ­χε­ται στὸ να­ὸ γι­ὰ νὰ ἐκ­κλη­σι­ά­σει τὸ παι­δί της, νὰ εὐ­λο­γη­θεῖ ἡ ἴδι­α καὶ μὲ τὶς εὐ­χὲς τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ν᾿ ἀρ­χί­σει καὶ πά­λι νὰ προ­σέρ­χε­ται στὸ Να­ὸ γι­ὰ νὰ ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται, νὰ λει­τουρ­γεῖ­ται καὶ νὰ με­τα­λαμ­βά­νει τῶν ἀχράν­των Μυ­στη­ρί­ων. Ὁ Σα­ραν­τι­σμός, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἡ ἴδι­α ἡ ἀκολουθία, ἐ­πι­τε­λεῖ­ται: «δι­ὰ τοῦ κα­θα­ρι­σμοῦ ἀ­πὸ πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ἀπὸ παν­τὸς ῥύ­που», καὶ ἡ γυναίκα προ­σέρ­χε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σί­α γι­ὰ ν᾿ ἀξιω­θεῖ ἀ­κα­τα­κρί­τως νὰ με­τά­σχει στὰ Ἅ­γι­α Μυ­στή­ρι­α.

Οἱ ἡ­μέ­ρες τοῦ Σα­ραν­τι­σμοὺ εἶ­ναι κα­θο­ρι­σμέ­νες. Πολ­λὲς γυ­ναῖ­κες ζη­τοῦν μι­σο­σα­ραν­τι­σμό. Αὐ­τὴ ἡ ὀ­ρο­λο­γί­α προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­δί­ους τοὺς λα­ϊ­κοὺς οἱ ὁ­ποῖ­οι καὶ αὐ­θαι­ρέ­τως ζη­τοῦν τὴν ἀλ­λα­γὴ τῆς ἀ­νὰ τοὺς αἰῶνας πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ποὺ θέ­λει τὸν σα­ραν­τι­σμό.

Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο κα­λὸ εἶ­ναι νὰ ἐ­ξη­γη­θεί τί ὁ­ρί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Μι­σο­σα­ραν­τι­σμὸς δὲν ὑ­πάρ­χει! Ὑ­πάρ­χει μό­νον Σα­ραν­τι­σμὸς ὡς ἀ­κο­λου­θί­α ποὺ δι­α­βά­ζε­ται μό­νο τὴν τεσ­σα­ρα­κο­στὴ ἡ­μέ­ρα ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση τοῦ παι­δι­οῦ καὶ μό­νον στὸ Να­ό, πα­ρου­σί­α τῆς μη­τέ­ρας καὶ τοῦ παι­δι­οῦ. Μισοσαραντισμὸς δὲν εἶ­ναι ἡ κα­τὰ τὸ ἥ­μι­συ ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Σα­ραν­τι­σμοῦ.

Οἱ πι­στοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­λοῦν γι­ὰ μι­σο­σα­ραν­τι­σμὸ τὸν ἱ­ε­ρέ­α στὸ σπί­τι τους, θὰ πρέ­πει νὰ ξέ­ρουν ὅ­τι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ δι­α­βά­σει τὴν ἀκο­λου­θί­α τοῦ Σα­ραν­τι­σμοῦ κατ᾿ οἶ­κον, γι­α­τὶ αὐ­τὴ καθ᾿ ἑ­αυ­τὴ ἡ ἀκολουθί­α ἐ­πι­γρά­φε­ται ὡς ἀ­κο­λου­θί­α «Εἰς τῷ ἐκ­κλη­σι­ᾶ­σαι τὸ παι­δί­ον» καὶ ὁ ἐκ­κλη­σι­α­σμὸς γί­νε­ται μό­νον στὸ Να­ό.

Προ­φα­νῶς κά­ποι­οι νο­μί­ζουν ὅ­τι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἐ­πι­σκε­πτό­με­νος τὸ σπί­τι λε­χῶ­νας καὶ δι­α­βά­ζον­τάς τις εὐ­χὲς «τῆς πρώ­της ἡ­μέ­ρας καὶ τῆς ὀ­γδό­ης», ἔ­κα­μαν μι­σο­σα­ραν­τι­σμό. Ὅ­μως αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἱε­ρεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τὰ τὴν ποι­μαν­τι­κή τους ἐ­πι­σκέ­ψη πρὸς εὐ­λο­γί­α, θὰ πρέπει νὰ ἐ­νη­με­ρώ­νουν σω­στὰ ὡς πρὸς τὶ ἱ­ε­ρο­λο­γούν. Ἔτ­σι σι­γὰ σι­γὰ θὰ γνω­ρί­σουν καὶ οἱ πι­στοὶ τὴ λει­τουρ­γι­κή τά­ξη. Πάν­τως μι­σο­σα­ραν­τι­σμὸς δεν ὑ­πάρ­χει, οὔ­τε ὡς ἀ­κο­λου­θί­α, οὔ­τε ὡς τά­ξη!

Πολ­λὲς μη­τέ­ρες λε­χῶ­νες, ἐ­πει­δὴ ἐρ­γά­ζον­ται καὶ θέ­λουν νὰ ἐξέλθουν πι­ὸ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τους, ζη­τοῦν τὸ σα­ραν­τι­σμὸ νω­ρί­τε­ρα ἀπ᾿ τὶς 40 ἡ­μέ­ρες. Αὐ­τὸ ὅ­μως δεν εἶ­ναι σω­στό. Ἡ πα­ρα­δο­ση θέ­λει τὴ λεχῶνα 40 ἡ­μέ­ρες στὸ σπί­τι, ὅ­πως ἐ­πί­σης θέ­λει καὶ τὸ παι­δὶ νὰ προσέρχεται μὲ τὴν μη­τέ­ρα τοῦ τὴν τεσ­σα­ρα­κο­στὴ ἡ­μέ­ρα στὸ Να­ό. Ἐ­ὰν ὁ σα­ραν­τι­σμὸς ἐπρόκει­το γι­ὰ ἀ­κο­λου­θί­α ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τε­λε­σθεῖ πι­ὸ μπρο­στὰ ἢ πι­ὸ με­τά, δὲν θὰ ἔ­παιρ­νε αὐ­τὴ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α του ἀ­πὸ τὶς τεσ­σα­ρά­κον­τα ἡμέ­ρες. Ἑὰν ὅ­μως ὑ­πάρ­χει σοβαρὴ ἀ­νάγ­κη, ἂς ἐξέρχεται μὲ συ­ναί­σθη­ση.

Σὲ νε­ό­τε­ρο Εὐ­χο­λό­γι­ο τῶν ἐκ­δό­σε­ων Σα­λι­βέ­ρου εἰ­σή­χθη μί­α πρωτο­φα­νὴς ἀ­κο­λου­θί­α μὲ τὸν τί­τλο: «Εὐ­χὴ εἰς γυ­ναῖ­κα Λε­χὼ εἴ­κο­σι ἢ δέκα πέν­τε ἡ­με­ρῶν». Ἡ εὐ­χὴ αὐ­τὴ «Κύ­ρι­ε ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.­.­.» δη­μο­σι­εύ­θη­κε γι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ Εὐ­χο­λό­γι­ο τοῦ Γκό­αρ[1], καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ τὴν πῆ­ρε καὶ ὁ Ν. Πα­πα­δό­που­λος καὶ τὴν ἐ­ξέ­δω­σε στὸ Μέ­γα Εὐχο­λό­γι­ον τοῦ Σα­λι­βέ­ρου[2].

Αὐ­τὴ ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ὄ­σο καὶ ἂν φέ­ρει τί­τλο ποὺ μπο­ρεῖ τυ­χὸν νὰ παρα­πλα­νή­σει, δὲν εἶ­ναι ἀ­κο­λου­θί­α μι­σο­σα­ραν­τι­σμοῦ, ἀλ­λὰ μί­α ἁ­πλὴ εὐχὴ σὲ γυ­ναῖ­κά ποὺ ἔ­φε­ρε παι­δὶ στὸν κό­σμο. Ὁ ἴ­δι­ος μά­λι­στα ἐκ­δό­της σημει­ώ­νει ἀ­κρι­βῶς κά­τω ἀ­πὸ τὸ τί­τλο, ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ εὐ­χὴ μὲ τὸν προανφερθέντα τί­τλο, «προ­σε­τέ­θη ἐν τῇ νῦν ἐκ­δό­σει». Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι ἀφ᾿ ἑ­νὸς μὲν εἶ­ναι νε­ό­τε­ρη, καὶ ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου δέ, ὅ­τι δὲν ἀ­παν­τᾶ­ται στὴ χειρό­γρα­φη πα­ρά­δο­σή μας ποὺ εἶ­ναι ἀ­ψευ­δὴς καὶ βε­βαί­α. Ἐ­κτὸς τού­του ἡ ὑ­πάρ­ξη αὐ­τῆς τῆς νε­ό­τε­ρης εὐ­χῆς τῶν εἴ­κο­σι ἢ δέ­κα πέν­τε ἡ­με­ρῶν, μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ μό­νον, ὅ­ταν με­λε­τη­θεῖ σω­στὰ καὶ κα­τα­νο­η­θεῖ ἡ ἀ­νάγ­κη ὕπαρ­ξής της.

Ἔτ­σι κα­τα­λή­γου­με στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ποὺ δημι­ουρ­γή­θη­κε ἡ εὐ­χὴ αὐ­τή, ἐ­πε­βάλ­λε­το ἐκ τῶν ἀ­ναγ­κῶν ἡ γυ­ναῖ­κα ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ ζυ­μώ­σει τὸ ψω­μὶ τῆς οἰ­κο­γενεί­ας της, νὰ εἶ­ναι κα­θα­ρή ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ. Ἡ γυ­ναῖ­κα ἐ­πει­δὴ τό­τε θε­ω­ρούν­ταν ἀ­κά­θαρ­τη με­τὰ τὸν το­κε­τό, ἀ­κό­μα καὶ γι­ὰ νὰ ζυ­μώ­σει, θὰ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­βα­στεῖ ἀ­πὸ τὸν ἱερέ­α, σύμ­φω­να πάν­το­τε μὲ τις ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἐ­πο­χῆς ποὺ γρά­φθη­κε, αὐτὴ ἡ ἄ­γνω­στη κα­τὰ τὴν χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση εὐ­χή. Μό­νο μέ­σα σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαί­σι­ο μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­μη­νευ­θεῖ ἡ ὕ­παρ­ξη αὐ­τῆς τῆς νε­ο­τέ­ρας εὐχῆς.

Γι­ὰ τὴν θε­με­λί­ω­ση τῆς ἄπο­ψής μας αὐ­τῆς, ὑ­πο­γραμ­μί­ζου­με μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α εὐ­χὴ τὴ φρά­ση: «καὶ τὴν ζύ­μην τῶν χει­ρῶν αὐ­τῆς, καὶ πάν­τα τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν αὐ­τῆς, ἵ­να ἀ­νεμ­πο­δί­στως τρέ­φῃ πάν­τας τοὺς ἐν τῷ οἴκῳ αὐ­τῆς.­.­.­». Ἄλ­λω­στε ὅ­τι δεν ἐ­πρό­κει­το γι­ὰ μι­σο­σα­ραν­τι­σμὸ φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση αὐ­τῆς τῆς ἐκ­δό­σε­ως στὴν ὁ­ποί­α ὁ συντάκτης τῆς εὐ­χῆς ἀ­να­φέ­ρει ῥη­τῶς τὰ ἑ­ξῆς: «Ἡ εἴ­σο­δος εἰς τὸ να­ὸ τῆς ἀρ­τι­τό­κου ἐ­πι­τρέ­πε­ται μό­νον ὅ­ταν πλη ρω­θῶ­σιν αἱ ἡ­μέ­ραι τῆς κα­θάρ­σε­ως αὐτῆς, ἤτοι μετὰ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέρα».

[1] Goar, β’ ἔκδοση, Βενετία 1730, σ. 264

[2][2] Ἀθῆναι 1927, σ. 513