Από τους ύμνους της Υπαπαντής

 

Οι ιεροί ύμνοι της Εκκλησίας μας, γραμμένοι από Αγίους και θεοκινήτους υμνογράφους, προκαλούν το θαυμασμό όλων εκείνων που τους μελετούν προσεκτικά και με ευλάβεια. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ξένων μελετητών των ύμνων της Ορθοδοξίας μας, οι οποίοι από τον θαυμασμό τους προς αυτούς αρνήθηκαν τις αιρέσεις, που ακολουθούσαν έως τότε, και έγιναν Ορθόδοξοι.

Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος οι ιεροί υμνογράφοι παρουσιάζουν μέσα στους λίγους στίχους ενός ύμνου μεγάλες δογματικές αλήθειες της Πίστεώς μας. Και βοηθούν έτσι τους πιστούς, που δεν είναι καταρτισμένοι θεολογικά, να γνωρίζουν τι να πιστεύουν για να προφυλάσσονται από τους αιρετικούς. Συγχρόνως εμπνέουν και πλουτίζουν και το συναίσθημα, υψώνοντας το νου και την καρδιά προς τον Θεό, βοηθώντας στην καλύτερη λατρεία Του.

Σ’ ένα ύμνο της εορτής της Υπαπαντής ο εμπνευσμένος υμνογράφος ομιλεί στην αρχή για το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και στη συνέχεια παρουσιάζει τη σκηνή της Υπαπαντής, της υποδοχής δηλαδή που έκανε στο θείο Βρέφος, φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού ο πρεσβύτης Συμεών.

«Κόλπων τοῦ Γεννήτορος μή χωρισθεῖς τῇ Θεότητι, σαρκωθείς ὡς εὐδόκησας, ἀγκάλαις κρατούμενος τῆς Ἀειπαρθένου, χερσίν ἐπεδόθης τοῦ θεοδόχου Συμεών, ὁ τῇ χειρί σου κρατῶν τά σύμπαντα· διό νῦν ἀπολύεις με, περιχαρῶς ἀνεκραύγαζεν, ἐν εἰρήνῃ τόν δοῦλον σου, ὅτι εἶδον σε, Δέσποτα».

Αυτό που τονίζει εξ αρχής ο υμνωδός το ακούμε και στην Ακολουθία των «Χαιρετισμών»: «Ὅλος ἦν ἐν τοὶς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ απερίγραπτος Λόγος…». Ο Θεός λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όταν ευδόκησε και συγκατέβη να σαρκωθεί για τη σωτηρία μας, ενώ κατήλθε στη γη, δεν έπαυσε να βρίσκεται και στους ουρανούς σύνθρονος με τον Πατέρα Του. Και όταν έγινε άνθρωπος από Μητέρα Αειπάρθενο, που ήταν Παρθένος πριν από την υπερφυσική Γέννησή Του, κατά τη Γέννησή Του και μετά τη Γέννησή Του, ήλθε στο Ναό του Σολομώντος, σαράντα μέρες μετά τη θαυμαστή Γέννησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Ήλθε βασταζόμενος στην αγκαλιά της Μητέρας Του και εδόθη από Αυτήν στα χέρια του πρεσβύτη Συμεών, που ονομάσθηκε «Θεοδόχος», διότι αξιώθηκε να δεχθεί στα χέρια του τον Θεάνθρωπο, Εκείνον, ο Οποίος ως Θεός συγκρατεί τα σύμπαντα. Και όλος συγκίνηση και χαρά ο ευλογημένος εκείνος πρεσβύτης Συμεών, που του είχε δώσει υπόσχεση ο Θεός ότι θα αξιωνόταν να δει πριν πεθάνει τον αναμενόμενο επί αιώνες Μεσσία, αναφώνησε: «τώρα πλέον πάρε με κοντά Σου, Κύριε της ζωής και τους θανάτου· αφού αξιώθηκα να δω Εσένα, τον Δεσπότη μου, δεν έχω τίποτε άλλο καλύτερο να δω!».

Με πόση πραγματικά χάρη, με πόση απλότητα ο εμπνευσμένος υμνωδός φυτεύει στο νου και στην καρδιά των πιστών μεγάλες αλήθειες δογματικές ως προς την ενανθρώπιση του Θεού, ως προς το πρόσωπο της Θεοτόκου! Και πώς ζωντανεύει εμπρός μας τη συγκινητική στιγμή της Υπαπαντής, της υποδοχής του θείου Βρέφους στο Ναό του Σολομώντος!

Και σ’ ένα μικρό αλλά θαυμάσιο ικετήριο ύμνο προς την Υπεραγία Θεοτόκο, που ψάλλεται από όλους σχεδόν τους πιστούς σε γλυκερό μέλος, ο υμνωδός παρακαλεί την Παναγία που την ονομάζει ελπίδα όλων των Χριστιανών, να σκέπει, να φρουρεί και να φυλάττει με την παντοδύναμη προστασία της όλους όσοι ελπίζουν στην Χάρη της.

«Θεοτόκε, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν Χριστιανῶν, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τούς ἐλπίζοντας είς Σέ».

Τον ψάλλουμε και γλυκαίνεται η καρδιά μας. Τον ψάλλουμε και νοιώθουμε την Παναγία, που κρατεί στην αγκαλιά της τον Υιό και Θεό της, να αγκαλιάζει με το ιερό βλέμμα της και όλους εμάς, τα παιδιά της.

Είναι ο χαρακτηριστικός ύμνος της εορτής της Υπαπαντής. Γεμίζει με συγκίνηση, αλλά και με αισιοδοξία την ύπαρξή μας. Με τη βεβαιότητα ότι Εκείνη που αξιώθηκε να βαστάσει μέσα της και στην αγκαλιά της Εκείνον που βαστάζει στην παλάμη Του τα σύμπαντα, έχει μεγάλη παρρησία ενώπιόν Του. Έχει μητρική παρρησία και μπορεί να βοηθεί καθένα, που προστρέχει στις μητρικές, θεομητορικές, πρεσβείες της με θερμή πίστη. Κάθε πιστό που αναθέτει «τήν πᾶσαν ἐλπίδα» του σ’ Εκείνην.

«Η Δράσις μας», τ. 466, Φεβρουάριος 2009