Οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου

Οι Χαιρετισμοί, ή αλλιώς και Ακάθιστος Ύμνος είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο ποίημα, γραμμένο τον 6ο αιώνα μ.Χ., που μιλάει στην Παναγία και της λέει επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές.

Περικλείουν σε ποιητική μορφή, με πανέμορφα λόγια, όλες τις βασικές διδασκαλίες της Ορθοδοξίας για τον Χριστό, την ενανθρώπησή Του, τον ρόλο της Παναγίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, την αγνότητα και την αγιότητά Της κ.λπ. Αναφέρονται, όμως, και στον αγώνα του ανθρώπου για ένωση με τον Θεό και τη βοήθεια που ζητάει από τον Χριστό και την Παναγία γι’ αυτό τον αγώνα.

Ο ποιητής των Χαιρετισμών είναι άγνωστος. Το ποίημα είναι μελοποιημένο, έχει μουσική και ανήκει στο είδος κλασικής μουσικής του Βυζαντίου που λέγεται «κοντάκιο». Έχει 24 στροφές, τους «οίκους», οι οποίοι αρχίζουν, με τη σειρά, από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου.

Τον 7ο αιώνα, όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης σώθηκε από την επίθεση των Αβάρων μετά από παρέμβαση της Παναγίας, όλοι έψαλλαν στον Ναό των Βλαχερνών τον Ακάθιστο Ύμνο όρθιοι, εξ’ ου και το όνομά του. Τότε, μάλλον, γράφτηκε το πασίγνωστο αρχικό τροπάριο «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλει τους Χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή βράδυ, τις πρώτες 5 εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Για την ακρίβεια, ψάλλονται σε τέσσερεις στάσεις, από μία κάθε Παρασκευή, ενώ την τελευταία Παρασκευή λέγεται ολόκληρο το έργο.

Τους Χαιρετισμούς τους απαγγέλλει ο ιερέας. Πριν από την απαγγελία τους, οι ψάλτες έχουν ψάλει ένα άλλο περίφημο μουσικό και ποιητικό έργο, που λέγεται «κανόνας των Χαιρετισμών», δημιουργός του οποίου είναι ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος.

Πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί μέσα στους αιώνες (και σήμερα) συνηθίζουν να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, αντί για άλλη προσευχή.

Η συνήθεια αυτή είναι πολύ ωραία και σωστή, αφού οι ορθόδοξοι προτιμούμε να προσευχόμαστε με τις προσευχές της Εκκλησίας, παρά με προσευχές που δημιουργούμε εκείνη τη στιγμή (αν και λέμε στον Θεό και τέτοιες, αυτοσχέδιες, προσευχές). Ένας λόγος είναι ότι έτσι ο νους μας ξεκουράζεται και μπορεί να γίνει η προσευχή κυρίως με την καρδιά, δηλαδή να στραφούμε ψυχικά προς τον Θεό, χωρίς να απασχολούμαστε με το να φτιάξουμε εκείνη την ώρα τα λόγια που θα του πούμε.