Μήνυμα ευθύνης και αγάπης

Πρός τούς προ­σφι­λε­στά­τους ἀ­δελ­φούς μας,

τό εὐ­λο­γη­μέ­νο Πλή­ρω­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ώς μας.

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί,

Κα­θώς βρι­σκό­μα­στε σέ αὐ­τή τή δύ­σκο­λη καί πρω­τό­γνω­ρη κατάστα­ση·

Κα­θώς εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι ὅ­λοι μας νά τη­ρή­σου­με τά μέ­τρα πού ἔ­χουν λη­φθεῖ·

Κα­θώς δέν ἔ­χου­με τή δυ­να­τό­τη­τα νά συ­νέλ­θου­με στίς ἐκ­κλη­σι­ές μας γιά νά προ­σευ­χη­θοῦ­με ὅ­λοι μα­ζί. Γιά νά τε­λέ­σου­με τή θεί­α Λειτουργί­α, τό μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρί­ων, καί νά κοι­νω­νή­σου­με τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας·

δέν σᾶς κρύ­βω ἡ ψυ­χή μου γε­μί­ζει ἀ­πό θλί­ψη καί ἡ σκέ­ψη μου στρέ­φε­ται σέ σᾶς, τούς εὐ­λο­γη­μέ­νους χρι­στια­νούς τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς μας.

Δέν μπο­ρῶ νά σᾶς δῶ ἀ­πό κον­τά, νά ἀ­τε­νί­σω τά πρό­σω­πά σας. Δέν μπορῶ νά σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω τόν λό­γο, λό­γο οἰ­κο­δο­μῆς καί πα­ρα­κλή­σε­ως, εἴτε προ­φο­ρι­κό εἴ­τε γρα­πτό. Ἔ­τσι κα­τέ­λη­ξα νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σω μα­ζί σας μέ­σω τῆς ἱ­στο­σε­λί­δας τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς μας.

Ὅ­λοι μας, σεῖς οἱ χρι­στια­νοί, οἱ κλη­ρι­κοί καί ἐ­φη­μέ­ριοι τῶν Ἐνοριῶν μας καί ἡ ἐ­λα­χι­στό­τη­τά μου θλι­βό­μα­στε για­τί βρι­σκό­μα­στε μακριά ἀ­πό τά ἱ­ε­ρά θυ­σι­α­στή­ρια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν μας· για­τί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐκ­κλη­σι­α­στοῦ­με· για­τί εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι, Με­γά­λη Τεσσαρακοστή, νά μέ­νου­με μα­κριά ἀ­πό τό Πο­τή­ριο τῆς Ζω­ῆς.

            Δέν γί­νε­ται ὅ­μως ἀλ­λι­ώ­τι­κα. Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σέ μί­α πανδημί­α. Δο­κι­μά­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρος ὁ πλα­νή­της μας. Φυ­σι­κά, καί ἡ χώ­ρα μας.

Μέ κά­θε θυ­σί­α θά πρέ­πει νά ἐμ­πο­δί­σου­με τήν ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ φονι­κοῦ ἰ­οῦ. Νά προ­φυ­λά­ξου­με τούς ἄλ­λους καί νά προ­φυ­λα­χτοῦ­με κι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι. Ὁ συγ­χρω­τι­σμός καί ὁ συ­νω­στι­σμός πολ­λῶν κα­τά τούς εἰδικούς εὐ­νο­εῖ τή γρή­γο­ρη με­τά­δο­ση τοῦ Κο­ρω­νο­ϊ­οῦ ἀ­πό τόν ἕ­να στόν ἄλ­λο.

Γι᾽ αὐ­τό μέ­νου­με στά σπί­τια μας. Ἀ­πο­φεύ­γου­με ὅ­σο μπο­ροῦ­με περιτ­τές ἐξό­δους. Καί λαμ­βά­νου­με ὅ­λα τά μέ­τρα καί τίς προ­φυ­λά­ξεις πού μᾶς συ­νι­στοῦν οἱ ἁρ­μό­διοι.   

Ὡς χρι­στια­νοί γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών. Γε­μί­ζει μέ τή θεί­α Πα­ρου­σί­α Του ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος μᾶς βε­βαί­ω­σε ὅ­τι ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι μέ­σα μας (Λουκ. 17,21) καί «ὅ­που εἶ­ναι συ­ναγ­μέ­νοι δύ­ο ἤ τρεῖς στό ὄ­νο­μά μου, ἐ­κεῖ εἶ­μαι κι ἐ­γώ ἀ­νά­με­σά τους» (Ματθ. 18,20).   Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι πα­ρών καί στά σπί­τια μας. Ἄς λειτουρ­γή­σου­με, λοι­πόν, αὐ­τές τίς δύσ­κο­λες ἡ­μέ­ρες ὡς «κατ᾽ οἶ­κον ἐκκλησί­ες» – «Ἐκ­κλη­σί­α μι­κρά», ὀ­νο­μά­ζει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος τό χρι­στι­α­νι­κό σπί­τι.

Τα­κτι­κή καί θερ­μή ἡ προ­σευ­χή μας. Τό πρω­ί ἡ ἑ­ω­θι­νή. Τό ἀπόγευμα ἡ Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας μας ἤ οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί. Καί τό βρά­δυ τό Ἀ­πό­δει­πνο. Εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα μέ συν­τρι­βή καί με­τά­νοι­α νά ψάλ­λου­με τό : «Κύ­ρι­ε τῶν Δυ­νά­με­ων, μεθ᾽ ἡ­μῶν γε­νοῦ· ἄλ­λον γάρ ἐ­κτός σου βο­η­θόν, ἐν θλί­ψε­σιν οὐκ ἔ­χο­μεν. Κύ­ρι­ε τῶν Δυ­νά­με­ων, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς».

Καί στήν προ­σευ­χή μας θέ­ση δέν ἔ­χει μό­νο ὁ ἑ­αυ­τός μας ἤ τά μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς μας. Προ­σευ­χό­μα­στε θερ­μά γιά ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Γιά ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­ρρω­στή­σει. Γιά ὅ­σους κα­τέ­λη­ξαν ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ φο­νι­κοῦ ἰ­οῦ.

Προ­σευ­χό­μα­στε μέ πε­ρισ­σή ἀ­γά­πη καί γιά ὅ­λους ἐ­κεί­νους, γιατρούς, νο­ση­λευ­τές, ὑ­γει­ο­νο­μι­κούς, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, πού μέ κίνδυνο νά προ­σβλη­θοῦν καί οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τόν ἰ­ό, ἀ­γω­νί­ζον­ται ὑπεράνθρωπα γιά νά πε­ρι­θάλ­ψουν ὅ­σους ἔ­χουν νο­σή­σει.

Ἀ­δυ­να­τών­τας νά λει­τουρ­γη­θοῦ­με στούς Να­ούς μας, εἶ­ναι αὐτονόη­το ὅ­τι γιά τήν πα­ρα­κο­λού­θη­ση τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τῶν Χαιρετι­σμῶν καί κά­θε ἄλ­λης Ἀ­κο­λου­θί­ας θά κα­τα­φεύ­γου­με εἴ­τε στήν τηλε­ό­ρα­ση εἴ­τε στούς δύ­ο Ρα­δι­ο­φω­νι­κούς Σταθ­μούς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλλά­δος καί τῆς Πει­ρα­ϊ­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Μέ­νον­τας στό σπί­τι, ἔ­χου­με χρέ­ος νά δι­α­βά­σου­με μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἄ­νε­ση καί προσοχή τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Νά δι­α­βά­σου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως τό Ψαλτήρι. Οἱ Ψαλ­μοί τοῦ Δα­βίδ γλυ­καί­νουν καί πα­ρη­γο­ροῦν τήν καρ­διά μας καί αὐ­ξά­νουν τήν ἐλ­πί­δα καί τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη μας στόν Θε­ό Πα­τέ­ρα μας. Ἀ­κό­μη νά δι­α­βά­σου­με καί κά­ποι­ο χρι­σται­νι­κό βι­βλί­ο ἀ­πό τά πολ­λά καί ἀ­ξι­ό­λο­γα πού ὑ­πάρ­χουν.

Πα­ρα­μέ­νον­τας στά σπί­τια μας, ἄς δώ­σου­με νό­η­μα καί περιεχόμενο πνευ­μα­τι­κό σ᾽ αὐ­τή τήν πα­ρα­μο­νή μας. Δυ­στυ­χῶς, οἱ πολ­λοί ἐ­θι­σμέ­νοι σέ μιά ἐ­ξω­στρε­φῆ καί θο­ρυ­βώ­δη ζω­ή, δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά μείνου­με μό­νοι. Ἀ­θυ­μοῦ­με. Ἐ­κνευ­ρι­ζό­μα­στε ἤ πέ­φτου­με σέ κα­τά­θλι­ψη.

Μα­κριά ἀ­πό μᾶς τέ­τοι­α συ­ναι­σθή­μα­τα. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ἡ πη­γή χα­ρᾶς καί ἐλ­πί­δας γιά τόν Χρι­στια­νό ἀ­κό­μη καί στίς πιό δύ­σκο­λες ὧ­ρες. Ἡ μυ­στι­κή πα­ρου­σί­α Του μᾶς ἀ­να­παύ­ει. Καί ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μας, μέσω τῆς προ­σευ­χῆς, μα­ζί Του μᾶς εἰ­ρη­νεύ­ει.

Πα­ρα­μέ­νον­τας στό σπί­τι πολ­λοί αἰ­σθά­νον­ται σάν φυ­λα­κι­σμέ­νοι. Λά­θος, καί λά­θος με­γά­λο! Ὁ Κορω­νο­ϊ­ός μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά δυ­να­μώ­σου­με τούς οἰ­κο­γε­νεια­κούς μας δε­σμούς. Νά βι­ώ­σου­με τή χα­ρά, τήν ἀ­γά­πη, τήν ὀ­μορ­φιά τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς μας. Ἄς μή χά­σου­με, λοι­πόν, τήν εὐ­και­ρί­α.

Πα­ρα­μέ­νον­τας στό σπί­τι ἀ­σφα­λῶς θά ἐ­νη­με­ρω­νό­μα­στε. Προ­σο­χή ὅ­μως! Μήν κολ­λή­σου­με στό ἀ­κου­στι­κό τοῦ τη­λε­φώ­νου ἤ στό κι­νη­τό μας. Μή μᾶς ἀ­πορ­ρο­φᾶ ὅ­λη μέ­ρα καί ὅ­λη νύ­χτα ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Καί μή χανόμαστε στό δι­α­δί­κτυ­ο. Ἔ­τσι, μπερ­δευ­ό­μα­στε, ζα­λι­ζό­μα­στε, ἐκνευριζόμα­στε καί ὄ­χι σπά­νια πέ­φτου­με θύ­μα­τα πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης.

Ἀ­δελ­φοί μου ἀγαπητοί,

«Θαρ­σεῖ­τε!» (Ἰ­ω. 16,38). Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ νικητής τοῦ θα­νά­του καί ἡ πη­γή τῆς ζω­ῆς καί τῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ὡς Χριστιανοί Τοῦ ἀ­νή­κου­με. Εἴ­τε ζοῦ­με εἴ­τε πε­θαί­νου­με, ὅ­πως γρά­φει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Ρωμ. 14,8).

Εὔ­χο­μαι ὁ Κύ­ριος νά εὐ­λο­γεῖ ὅ­λους σας, νά εἰ­ρη­νεύ­ει τίς καρ­δι­ές σας καί νά σᾶς στη­ρί­ζει τίς δύ­σκο­λες αὐ­τές ὧ­ρες.

Ἡ δο­κι­μα­σί­α θά πα­ρέλ­θει. Ὁ Κο­ρω­νο­ϊ­ός μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ θά νι­κη­θεῖ. Οἱ ἐ­ρευ­νη­τές θά βροῦν τό ἐμ­βό­λιο πού θά μᾶς προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πό τόν φο­νι­κό ἰ­ό καί τά ἀ­ναγ­καῖ­α φάρ­μα­κα γιά τή θε­ρα­πεί­α αὐ­τῶν πού νοσοῦν.

Καί ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι εἴ­θε νά συ­νη­δει­το­ποι­ή­σου­με πό­σο ἀδύνα­μοι εἴ­μα­στε. Νά τα­πει­νώ­σου­με τό φρό­νη­μά μας —δέν εἴ­μα­στε ὑπεράν­θρω­ποι!— καί νά ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε τή ζω­ή καί τήν ὑ­γεί­α μας πρωτίστως στήν ἀ­γά­πη καί τήν πρό­νοι­α τοῦ ζῶν­τος καί ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.                 

Μέ πολ­λή ἐν Χρι­στῷ πα­τρι­κή ἀ­γά­πη

Ὁ Ἐ­πί­σκο­πός σας

†  Ο  ΝΕ­ΑΣ ΣΜΥΡ­ΝΗΣ ΣΥ­ΜΕ­ΩΝ